παραγωγίς

παραγωγίς
παραγωγ-ίς, ίδος, ,
A groove, slot, in a torsion-engine, Ph.Bel.76.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγωγίς — ίδος, ή, Α άμαξα που χρησιμοποιούσαν για τη μετακίνηση τής πολεμικής μηχανής με την οποία έριχναν βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ αγωγίς] …   Dictionary of Greek

  • παραγωγίδος — παραγωγίς groove fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”